-
1 μεταβαλλω
1) тж. med. поворачиватьμετὰ νῶτα βαλών Hom. — обратив тыл;
μ. δέμας Eur. — двигаться, метаться;μ. τέν γῆν Xen. — вспахивать землю;μ. θοἰμάτιον ἐπὴ δεξιάν Arph. — передвинуть плащ на правую сторону;ἄνω καὴ κάτω τὰς δόξας μεταβάλλεσθαι Plat. — то и дело менять свои мнения2) переделывать, (из)менять(τὸ οὔνομα ἔς τι Her.; δίαιταν Thuc.; med. τοὺς τρόπους Arst.)
μ. τι ἐς ἄλλο οὔνομα Her. — переименовывать что-л.;μ. χώραν ἐκ χώρας Plat. — перемещаться из одного места в другое;πολλὰς μεταβολὰς μ. Plat. — претерпевать многие изменения;μ. ἑαυτὸν ἐπὴ τὸ βέλτιόν τε καὴ κάλλιον Plat. — стать лучше и красивее;μεταβάλλεσθαι ἱμάτια Xen. — переодеваться3) (из)меняться(ἐπὴ τοὐναντίον Plut.; ἔκ τινος εἴς τι Arst.)
μ. ἐς εὐνομίην Her. — стать благоустроенным;καιναὴ καινῶν μεταβάλλουσαι συντυχίαι Eur. — одни беды, сменяющиеся другими4) med. заниматься обменом, торговать(ἐν τῇ ἀγορᾷ Xen.)
5) изменять мнение, образ действий и т.п.μεταβαλὼν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Her. — обратившись (после неуспеха у пелопоннесцев) к афинянам;
6) терять, утрачивать(εὔνοιαν Thuc.)
μ. ὀργάς Eur. — смягчать свой гнев7) (взамен старого) усваивать, приобретать(ἄλλους τρόπους Eur.)
8) вводить (у себя), устанавливать(εἶδος καινὸν μουσικῆς Plat.)
9) (взамен старого) посылать, отправлять(ἄλλας γραφάς Eur.)
10) (sc. χώραν) переселяться11) переходить -
2 πηδαω
ион. тж. πηδέω, дор. πᾱδάω (fut. πηδήσομαι)1) прыгать, скакать(ὑψόσε Hom.; ἐς σκάφος Soph.)
πήδημα π. Eur. — сделать прыжок;πεδία π. Soph. — нестись (мчаться) по полю;τί πηδᾷς ἄλλοτ΄ εἰς ἄλλους τρόπους ; Eur. — отчего ты мечешься от одних чувств к другим?;τροχοὴ ἐπήδων Soph. — колеса (разбитых колесниц) разлетались;τρίτῳ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλος ΄πήδησεν Aesch. — третий жребий пал на Этеокла2) биться, трепетать(ἥ καρδία πηδᾷ Plat.)
См. также в других словарях:
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek
ακροαματική διαδικασία — Νομικός όρος που κατά τις σύγχρονες δημοκρατικές αντιλήψεις, τείνει να πάρει τη θέση του όρου δίκη. Σημαίνει τη διερεύνηση μιας δικαστικής υπόθεσης, κυρίως ποινικής, από το αρμόδιο δικαστήριο, μπροστά στο κοινό, που ονομάζεται ακροατήριο (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… … Dictionary of Greek
μίτωση — Το σύνολο των μεταβολών του πυρήνα και του κυτταροπλάσματος, που προηγούνται και συνοδεύουν τη διαίρεση του κυττάρου· συνώνυμος, και πολύ χρησιμοποιούμενος, είναι ο όρος καρυοκινησία. Το πρώτο μορφολογικό συμβάν, που παρατηρείται στον πυρήνα του… … Dictionary of Greek
μιξοπαρθένα — και μειξοπαρθένα, η νέα κοπέλα η οποία, ενώ διατηρεί τα δείγματα τής παρθενιάς, ικανοποιεί τις σεξουαλικές της επιθυμίες με άλλους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι* + παρθένα] … Dictionary of Greek
παράδοξο — Διεθνής φιλοσοφικός όρος, προερχόμενος από τα ελληνικά, ο οποίος κατά γράμμα σημαίνει «παρά την δόξαν», δηλαδή παρά τη γενική γνώμη. Αυτό το π. μπορεί να έχει διπλή αξία, αρνητική όταν φαίνεται να αντιθέτεται σε γνώμες αληθινές και ισχυρότερες… … Dictionary of Greek